Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Flashback (to the acid beach) - 1996 AD



του Γιάννη Ζώη

Μια ενδιαφέρουσα ιδέα για να γράψει κανείς μια στήλη όταν στην πραγματικότητα δεν έχει και τίποτα συνταρακτικό να πει, είναι να βάλει σε μια βαλίτσα καμιά πενηνταριά CD (κι ένα disc-man), μπόλικα βιβλία, περιοδικά, κάνα καθαρό σώβρακο και την οδοντόβουρτσά του και ν' αλλάξει περιβάλλον προς άγραν εμπνεύσεως. Το καλοκαίρι μάλιστα βοηθάει ιδιαίτερα. Έτσι λοιπόν, αγαπητοί μου φίλοι, αυτή τη φορά θα έχετε την απερίγραπτα καταπληκτική ευκαιρία να διαβάσετε ένα Εight Miles γραμμένο σε διάφορες τοποθεσίες, από δω κι από κει, πάντως σε καμμία περίπτωση στο ίδιο μέρος απ' το οποίο σας ήρθε όλες τις προηγούμενες φορές. Για το καλό του καλλιτέχνη, είθε η πρακτική αυτή να γενικευθεί στο μέλλον, αλλά φευ! Με την τρέχουσα ύφεση και την επιδείνωση της υγείας του ισοζυγίου συναλλαγών (του δικού μας) το βρίσκω κομμάτι δύσκολο...


Σταθμός Α [Elementary, dear Watson!]
Πρωινή έγερσις στον τρίτο όροφο πλινθόκτιστης κατασκευής. Κάτι πάει στραβά με το πάτωμα. Το ούζο στην ντουλάπα είναι άθικτο, γεγονός που οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι το πάτωμα όντως μοιάζει με βάρκα που γέρνει. Από το παράθυρο φαίνεται το σπίτι του Σέρλοκ Χολμς. Λίγα στενά πιο κάτω κάθεται κι ο πεθερός του Αde Shaw, ο οποίος απ' ό,τι πληροφορούμαι δεν πρέπει να είναι και ιδιαίτερα υπερήφανος που ο αγαπημένος του γαμπρός υπήρξε κάποτε μέλος των Hawkwind (νεανικές τρέλες...). Έξω από επίσκεψη/προσκύνημα στα μεγαλιθικά μνημεία της πεδιάδας του Salisbury καθώς και βόλτες στο Camden, το Greenwich και το Canterbury μπας και ξεσκάψουμε κανένα ενδιαφέρον εφτάιντσο και κανένα original σε λογικές τιμές, οι συναυλίες που παίζουν είναι Οasis (αλλά δεν το συζητάς γιατί, πρώτον, δεν τη βγάζεις με λιγότερες από 65 λίρες αν έχεις την παράλογη απαίτηση να συνοδεύεσαι από την καλή σου, και δεύτερον γιατί, διάολε! πρόκειται για τους Οasis κι όχι για τους Heads), Divine Comedy ("becoming more like Alfie..."), Joyrider, David Devant (& his Spirit Wife), κι αν ταξιδέψεις βόρεια μέχρι το Wolverhampton υπάρχει και το διήμερο ανοικτό φέστιβαλ του "Wolverstock" με Ozric Tentacles, Raissa, Blyth Power, Baka Beyond, Dub Warriors κι άλλα σχετικά αλλά και άσχετα (λέγε με Ηοneycrack). Το καλύτερο όμως σας το λέω τελευταίο: η Patti Smith σε δύο εμφανίσεις στο Shepherds Bush Empire στο Λονδίνο.

Βecause the night...
Τη μία άκρη της σκηνής έχει πιάσει ένας κύριος καθιστός, με ψάθινο καπελάκι που παράγει εκπληκτικούς ήχους με την κιθάρα του που σε ταξιδεύει με χίλια στην κατεύθυνση των "Happy Trails". To όνομα αυτού: Tom Verlaine. (Τι μου λέει, τι μου λέει;...) Στην άλλη άκρη της σκηνής ένας μάλλον υπερκινητικός για την ηλικία του κύριος βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τον προηγούμενο. Μακριά μαλλιά, μαύρο πουκάμισο, μαύρο πέτσινο παντελόνι, και μια κιθάρα που επαναφέρει τον ήχο στα χωράφια του πανκ. Αυτόν τον δεύτερο, μου φαίνεται τον λέγανε Lenny Kaye. (Kι αυτό το όνομα κάτι μου θυμίζει...) Ένα τόνο ανοικτότερο προς το γκρι απ' ό,τι ξέραμε πιο παλιά, τα μακριά μαλλιά της Patti ανεμίζουν καθώς αυτή κινείται ενεργητικά προς το κέντρο της σκηνής κρατώντας ένα βιβλιαράκι με τα ποιήματά της. Κι αρχίζει να διαβάζει. Οι μπιτ ξαναζούν. (Ε, αυτό είναι σα να πέρασες από καμία "πύλη" και βρέθηκες ξαφνικά στο 197..., για να μην πω στο 195...)

H συναυλία που ακολουθεί είναι διάσπαρτη από φάσεις που δεν είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς, αλλά που αν ζούσαμε στα 70s δεν θα μας έκαναν καμμία ιδιαίτερη εντύπωση. Ο γιός της Patti και του αείμνηστου Fred "Sonic" Smith, Jackson, ανεβαίνει στη σκηνή με την κιθάρα του και παίζει το "Smoke on the water" (τα κόκκαλα του πατέρα του τρίζουν ακόμα μια φορά μετά τα περί νεκρανάστασης των MC5 απ' τον Wayne Kramer). H συναυλία κλείνει με G-L-O-R-I-Α και στο τελευταίο encore η Patti παίζει με την ακουστική του μακαρίτη ένα κομμάτι που έγραψε γι' αυτόν. Εδώ μπορώ να παρατηρήσω ότι κάμποσοι πουρόκερς γύρω-τριγύρω έχουν πλέον εντελώς βουρκώσει

[Όπως θα έχετε πιθανόν προσέξει, ορισμένους ανθρώπους δεν τους αγγίζει ο χρόνος. Είναι συνήθως εκείνοι που ανοίγουν το δρόμο. Αυτοί που ακολουθούν χάνονται στη διαδρομή.]

Για να μην το ξεχάσω, θα έλεγα ότι θα ήταν τουλάχιστο αστείο από μέρους μου να σας υπενθυμίσω να τσεκάρετε το καινούργιο άλμπουμ "Gone Again".

Περπατώ εις το Watham Forest, αλλά ο βάρδος δεν είναι εδώ.
(Chorus: βάρδε, βάρδε είσαι δω;)

[Ποιος βάρδος; H ζέστη βάρεσε τον καλό συντάκτη στο κεφάλι.] Ο δικός μας την έκανε κατά stateside μεριά καλοκαιριάτικο, όπου επιχειρείται ντουέτο με καλλιτέχνιδα του δυτικού ημισφαιρίου, η οποία φημολογείται ότι έχει συμβόλαιο με παράρτημα της Sony. Όπως καταλαβαίνεται ο δαιμόνιος ρεπόρτερ-αρχισυντάκτης 007-ΓουΖου βρίσκεται στα πρόθυρα ενός συνταρακτικού δημοσιογραφικού θριάμβου. Αλλά για να μην τον εκθέσουμε τον άνθρωπο (ως άνθρωπο κι ως καλλιτέχνη) επιφυλασσόμεθα για την επόμενη φορά με την ελπίδα ότι η κοσμική στήλη του Thing θα προλάβει τας εξελίξεις.

Κάτι πάντως που θα πρέπει, αγαπητοί αναγνώστες, να θεωρείτε σίγουρο από τώρα είναι ότι το πρώτο π-σ-κ του Δεκέμβρη θα δούμε για δεύτερη φορά τον Nick Saloman στην Ελλάδα μετά από παρέλευση αρκετών ήδη χρόνων. Βevis Frond, κυρίες και κύριοι, τα υπόλοιπα είναι κοινές οδοντόκρεμες.

Τέλος διαφημιστικών μηνυμάτων, ακολουθεί το κινηματογραφικό αφιέρωμα του τεύχους.
[Όπoυ το 8MH κλέβει το ψωμί του Δημήτρη "Μad Man" Bλασσόπουλου.] Αφορμή ένα αυγουστιάτικο μαραθώνιο αφιέρωμα στις κλασικές ταινίες γοτθικού τρόμου και προϊστορικής και άλλης φαντασίας της πάλαι ποτέ Hammer Films πάνω στο οποίο έπεσα στον πρώτο σταθμό του ταξιδιού (σσ. trip) της στήλης. "Dracula", "The Curse of Frankenstein", "The Quatermass Xperiment", "The Mummy", "The Plague of the Zombies", "The Reptile", "She", "Slave Girls" και άλλα πολλά, ή με άλλα λόγια ένα χορταστικό overdose από Peter Cushing, Christopher Lee, βυζί και προϊστορικά τέρατα. Walt Disney - θα μου πείτε - σε σχέση με Cannibal Holocaust και τα σχετικά, αλλά σίγουρα ένα σημαντικό κομμάτι κινηματογραφικής ιστορίας που σήμερα έχει πλέον πάνω του τη στόφα του κλασικού.

Για περαιτέρω ενημέρωση για την ιστορία της Hammer με λεπτομερή φιλμογραφία και πάμπολλες πληροφορίες για τους συντελεστές των ταινιών, προτείνω το βιβλίο του Jack Hunter, "House of Horror - The Complete Hammer Films Story" (Creation Books, 2η έκδοση, 1996).

Τea Time
Κάτι λέγαμε πριν για βάρδους στο Waltham Forest. Oι συνάδελφοί τους στο γειτονικό Barnet (και για να μην ξεχνάμε, και συνέταιροί τους σε μία μικρή επιχείρηση που αποκαλείται Woronzow) όμως σερβίρουν “tea” ακολουθώντας την παράδοση των Τhe Tea Co. και των πάμπολλων όμοιών τους πίσω στην αντι-προ-περασμένη δεκαετία. Αλλά και την προσωπική τους παράδοση σε ιδιαίτερα heady αφεψήματα. Το νέο πόνημα του ADRIAN SHAW, τον οποίο θα δούμε βέβαια μαζί με τον “Βevis” στην Αθήνα στο τέλος του χρόνου, λέγεται “Τea for the Hydra” και είναι ένας δίσκος για τον οποίον μια στήλη σαν το 8ΜΗ μπορεί μόνον επαίνους να συμπεριλάβει. Δεν θα αναλωθούμε παρ’ όλα αυτά σε σελίδες επί σελίδων ακατάσχετης έκφρασης λατρείας προς κάθε τι που έχει να κάνει δια μέσου της ιστορίας της ποπ μουσικής με την βρετανική ψυχεδέλεια. Μπορούμε όμως, έτσι για να δώσουμε ένα κάποιο στίγμα, να πούμε απλά ότι το συγκεκριμένο “cup o’ tea” είναι ο δίσκος που πολύ θα ήθελε να κάνει ο Robyn Hitchcock και που θα έκανε στα 90s κι ο Peter Hammill αν δεν έπασχε τόσο απελπιστικά από την γεροντική άνοια που πλήττει συνήθως την ηλικία του. Μαζί με τον κ. Shaw που παίζει την πλειοψηφία των οργάνων εδώ, εμφανίζονται και οι Nick Saloman, Αndy Ward, Bari Watts, καθώς και ο γιός του, Aaron, που τώρα ετοιμάζεται να πάει στο κολλέγιο… Ο Αdrian Shaw - απ’ ό,τι κατάλαβα - έχει καταληφθεί αυτόν τον καιρό από μια μανία για το “δίκτυο”, οπότε ο ασφαλέστερος τρόπος για να τον βρείτε είναι η εξής διεύθυνση e-mail: distort@woronzow.netkonect.co.uk.

Σταθμός Β [Xύμα στο κύμα]
Πάρτε trendy nouveau-σκυλάδικη επικεφαλίδα, όχι παίζουμε. [Εντάξει, εντάξει, για τους ορθόδοξους ένα "Drop out on the acid beach" ας πούμε είναι ΟΚ;] Αλλά ας προσπεράσουμε τα διαδικαστικά κι ας αφοσιωθούμε στο τοπίο...

Το οποίο τοπίο έχει σαφώς μεταβληθεί σε σχέση με προηγούμενα. Ξέρετε τώρα: βουτιές, ψαρούκλες, καρπούζι, εντομοαπωθητικό και το disc-man που λέγαμε προηγουμένως να ξεσκίζεται. Εκτός από Adrian Shaw, παίζει κι άλλα πράγματα. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά:

Κατηφορίζοντας προς Αυστραλία, συναντάμε αρχικά τους SCARLET που έχουν ένα CD στην Castle Records με τίτλο “Μagnolia”, στο οποίο φαίνεται να δοκιμάζουν το χέρι τους σε διαφορετικά αλλά πάντως όχι πολύ μακρινά στυλ, από την ευαίσθητη κιθαριστική ποπ που γνωρίσαμε από τα αγγλικά γκρουπ της Sarah, μέχρι την κάπως πιο ατμοσφαιρική και τρόπον τινά “ψυχεδελικότερη” αίσθηση των East River Pipe λχ., κι από κει μέχρι τον μελωδικό alternative ήχο συγκροτημάτων όπως οι Connells, με γεύσεις από Dinosaur Jr. τελευταίας εσοδείας, Screaming Trees ίσως, και το “Sister Lovers” των Βig Star στα σίγουρα. Ο δίσκος συνοδεύεται κι από ένα δεύτερο CD-δώρο με πέντε ακουστικές ηχογραφήσεις που προσθέτουν πάρα πολύ στην όλη εικόνα. Αν σας ενδιαφέρει η δική μου τοποθέτηση, η δουλειά των Scarlet ακούγεται απόλυτα γοητευτική, αν και βέβαια δεν διεκδικεί τίποτα δάφνες πρωτοπορίας. Όχι ότι είναι πάντως και απαραίτητο να το κάνει. Περισσότερα επιχειρήματα που ενισχύουν αυτήν την άποψη, είναι σε θέση να μας δώσουν και οι UNDERGROUND LOVERS που έγραψαν στην αρχή του χρόνου στη Μελβούρνη το CD “Rushall Station”, τo οποίο κυκλοφορεί από την Μainstream Recordings. Στο ίδιο μήκος κύματος με τους Scarlet, προσφέρουν μια πανδαισία από ήρεμα μελωδικά τραγούδια γραμμένα στην κιθάρα διατηρώντας πάντως ανέπαφο το ενδιαφέρον του ακροατή σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, κάτι που φοβάμαι ότι δεν συμβαίνει με τους άγγλους ομότεχνούς τους στις περισσότερες περιπτώσεις. Αυτό το καταφέρνουν με μια διαδοχή από καλογραμμένα τραγούδια, από τα οποία στ’ αυτιά μου ξεχωρίζει ιδιαίτερα το “Song of Another Love”. Aπό αυτόν τον μπολιασμένο με J.Mascis “αγγλικό” κατά βάση ήχο, δεν απομακρυνόνται πολύ πάντως ούτε και οι FEVERDREAM στο CD “Moniker” (Viridian Records), γραμμένο κι αυτό στη Μελβούρνη νωρίτερα φέτος. Μόνο που αυτοί οι τελευταίοι έχουν ολοφάνερα μια ψύχωση με την 4AD της προ-Pixies περιόδου. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η παραγωγή στο δίσκο τους δεν είναι και η διαυγέστερη που έχουμε ακούσει, δίνουν την εντύπωση συγκροτήματος αρκετά ψαγμένου με τον τρόπο που ακούγονται οι κιθάρες τους, που παραπέμπει χωρίς αμφιβόλια στην βρετανική σκηνή πριν δέκα χρόνια. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν λιγοστά κομμάτια στο “Moniker” που ερωτοτροπούν με το πανκ, σ’ όλα τα υπόλοιπα φαίνεται ότι όλα τα νήματα κινούνται υπόγεια από το φάντασμα των Cocteau Τwins. Δεν γνωρίζω αν όλα αυτά είναι θετικά ή όχι για την περίπτωση των Feverdream, είναι πάντως ένα σημείο εκκίνησης. Το αν θα πάνε πιο μακρυά από εκεί που τώρα βρίσκονται, απομένει να φανεί σε χρόνο μέλλοντα.

Η συνέχεια είναι νεοϋρκέζικη και αφορά των δίσκο των UI, “Sidelong” (Southern Studios). To τρίο των Sasha Frere-Jones, Wilbo Wright και Clem Waldman παρουσιάζει εδώ μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες δισκογραφικές προτάσεις της χρονιάς - και δεν έχω την αίσθηση ότι υπερβάλλω. Ο κύριος όγκος της μουσικής παράγεται από τα ντραμς κι από το μπάσο, το τελευταίο σε πολλαπλά στρώματα. Η κιθάρα και η φωνή έχουν μια πολύ σύντομη και διακριτική παρουσία. Είναι σαν κάποιοι να ξεκίνησαν να φτιάξουν ένα jazz combo αλλά δεν βρήκαν άλλους μουσικούς εκτός από τη rhythm section. Oι Ui βέβαια δεν είναι jazz, φαίνεται να συνεχίζουν από εκεί που σταμάτησε το art-punk προ δεκαπενταετίας. Θα έλεγα ότι κάποιος συντάκτης lifestyle περιοδικού θα χρησιμοποιούσε γι’ αυτούς τον όρο “post-jazz/post-punk”. Σε αυτές βέβαια τις περιπτώσεις τα πολλά λόγια πέφτουν στο κενό. Πρέπει ν’ ακούσετε για να καταλάβετε πόσο απίστευτη περίπτωση είναι οι Ui. 

Η επόμενη δισκογραφική ιστορία τώρα φαίνεται να εκτιλύχθηκε στο Tέξας όπου ζούσε και δημιουργούσε μέχρι πριν κάποιους μήνες ο Alan Dollgener κάτω από το όνομα REVERB SLEEP. O Alan πέθανε, αλλά άφησε πίσω του ένα δίσκο με τίτλο “Fish Dream” τον οποίο έχουμε τώρα στα χέρια μας. Όλη η μουσική αυτού του δίσκου, παιγμένη στα συνθεσάιζερ από τον ίδιο με τη συνδρομή της κιθαρίστριας Εllen Watkins (από το προηγούμενό του σχήμα, τους Of A Mesh, αλλά και το Glenn Branca Ensemble) και τριών άλλων μουσικών στα κρουστά, συνιστά έναν σκοτεινό ηλεκτρονικό εφιάλτη, κάπου ανάμεσα στους Suicide αν αφαιρέσουμε το drum machine και τον Boyd Rice στο λιγότερο τρομοκρατικό και μονότονό του όμως. Σίγουρα όχι ένα ιδιαίτερα καλοκαιρινό άκουσμα (σσ. δεν θα το πάρω μαζί μου στην παραλία), αλλά ξέρετε; Aκούγοντάς το, σιγά σιγά μπαίνεις επικίνδυνα στο κλίμα, κι ενώ στην αρχή του δίσκου όλη σου η ύπαρξη αντιστέκεται δεδομένης και της καλής διάθεσης των διακοπών, τελικά απορροφιέσαι απόλυτα και τα τελευταία tracks φαντάζουν σχεδόν μαγικά: “Amoeba”, “Hillbilly Hoedown 2000”, “Enchanted”. Είναι στιγμές που το μυαλό σου πάει στους μαγικούς ηλεκτρονικούς κήπους του Bill Nelson. Σκόπιμο είναι να τονίσουμε ότι ο δίσκος βγήκε σαν ανεξάρτητη κυκλοφορία από τον ίδιο τον Αlan Dollgener και ότι τώρα μπορείτε να τον βρείτε επικοινωνώντας με το διανομέα στη διεύθυνση: Ment Media Group, 3712 Old Philadelphia Pike, Bethlehem PA 18015, USA, ή για τους net-surfers στη διεύθυνση: mmg musik@aol.com. Ενδιαφέρον ίσως θα είχε να ψάξετε και για τους δίσκους των Of A Mesh, δηλαδή τα: Of A Mesh EP (Black Afternoon Records) και Brocken EP (103 Records), το δεύτερο με τον Μartin Bisi να συμμετέχει στην παραγωγή.

Mιλούσαμε όμως για τον BILL NELSON, οπότε αυτή είναι και η πιο κατάλληλη στιγμή για να ρίξουμε μια ματιά (σσ. ΟΚ, αυτιά) στο τελευταίο του πρότζεκτ “Culturemix with Bill Nelson” (Voice Records) που είναι μια συνεργασία κατά κύριο λόγο με τον Yumiko Morioka και τους περί αυτόν ιάπωνες μουσικούς. Την άψογη - με όση περισσότερη σημασία μπορεί να σηκώσει ο επιθετικός αυτός προσδιορισμός - παραγωγή πήρε στους ώμους του ο Bill Nelson, που επίσης παίζει πλήκτρα, κιθάρες και κρουστά σ’ ένα δίσκο που είναι μια πανδαισία διαφορετικών στυλ και ακουσμάτων, τα οποία εξερευνούνται σε βάθος και προοπτική μέχρι εξαντλήσεως και τα οποία ντύνονται κατά περίπτωση με ενδιαφέροντα τρόπο με ηχοχρώματα από σιτάρ, κότο, βιολί και φλάουτο. Θα παραδεχτώ ότι πολλά απ’ αυτά φαίνονται εκ πρώτης όψεως ακαδημαϊκά, αλλά πιστέψτε με ότι σε καμμία περίπτωση δεν είναι στείρα. Ίσως κάποιους ενοχλεί το γεγονός ότι η μουσική δημιουργία του Bill Nelson κολυμπά χωρίς καμμία παρέκκλιση στον κόσμο του φωτός, όταν άλλοι (όπως λχ. οι Reverb Sleep που μας απασχόλησαν λίγο πριν) ζουν στις σκιές, που κατά περίεργο τρόπο από αρκετούς θεωρούνται το μόνο οικοσύστημα που είναι ικανό να συντηρήσει την πρωτοπορία. Θα μπορούσα να διαφωνήσω με αυτήν την άποψη. Αλλά αυτά δεν είναι της ώρας.

Mετά από μια δροσιστική βουτιά, βάζουμε φρέσκες μπαταρίες στο disc-man κι ετοιμαζόμαστε για μια νέα βουτιά σε μια κάπως πιο περίεργη θάλασσα από πράσινα, πορτοκαλί και μωβ χρώματα που διαχέονται το ένα μέσα στο άλλο δημιουργώντας ένα απέραντο σύμπλεγμα από πολύχρωμες δίνες. Αφορμή κάποιες πρόσφατες κυκλοφορίες της πολύ αγαπημένης για τη στήλη Delerium Records.

Η πρώτη είναι το νεμπούτο στο CD μιας ιταλικής μπάντας που βρίσκει του γούστου της κατά περίεργη σύμπτωση όλα όσα αρέσουν και στη στήλη: φολκ ψυχεδέλεια, kraut-, prog-, space-rock, εθνικές μουσικές από την ανατολή και ambient ηχοτοπία. (Συγνώμη, τελικά μες στις προτιμήσεις τους δεν είναι και η power pop, αλλά ουδείς τέλειος.) Λέγονται ΚRYPTΑΕSTHESIE και ο τίτλος του δίσκου είναι "Inner Whirl". To συγκρότημα απ' ό,τι πληροφορούμαστε υπάρχει εδώ και δώδεκα χρόνια και το γεγονός ότι τους γνωρίζουμε μόλις τώρα δεν είναι περίεργο - εδώ στην Ελλάδα όσοι ασχολούνται με την ντόπια σκηνή γνωρίζουν πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα στις περισσότερο περιφερειακές για το ροκ χώρες. Πριν το "Inner Whirl" είχαν κυκλοφoρήσει μόνοι τους δύο κασέτες ("Leaves Laughter" - 1985, "Any Water Knows" - 1987), ένα 7ιντσο freebie με το 'zine "Snowdonia" ("Ask The Calendar" - 1987), ένα διπλό (!) άλμπουμ ("Shaken At The Sun" - 1992) κι ένα 10ιντσο maxi ("The Bodynaut" / "Dream Machine" - 1995), η δε πρώτη επαφή μας μαζί τους έγινε μέσα από τη συλλογή "Pick and Mix". Αν υποτεθεί δηλαδή ότι το CD σας κερδίσει ως ακροατές, τότε καλό τρέξιμο και για τα υπόλοιπα. Αν τώρα θέλετε και τη γνώμη μου, το "Inner Whirl" δεν θα κάνει τον εγκεφαλό σας να εκραγεί, αλλά είναι σίγουρα κλάσεις καλύτερο από πολλές αντίστοιχες κυκλοφορίες από τα βρετανικά νησιά (σσ. δεν έφταναν οι νορβηγοί, πλακώσανε κι οι ιταλοί) και το "αξιοπρεπές" είναι σίγουρα λίγο σαν χαρακτηρισμός. Μου άρεσαν.

Η συνέχεια πάντως δεν επιδέχεται μεσοβέζικες τοποθετήσεις, γιατί το "Βurn Mother Burn" των SUICIDAL FLOWERS (σσ. αυτό το όνομα για κάποιο λόγο δε μου κάθεται ρε γαμώτο) είναι αναπάντεχα κ-α-τ-α-π-λ-η-κ-τ-ι-κ-ό τηρουμένων των αναλογιών. Το συγκρότημα απ' το βόρειο Yorkshire έχει περάσει μέχρι να φτάσει στο τωρινό του άλμπουμ μέσα από πολλές αναποδιές, περίεργες καταστάσεις και ανακατατάξεις στη σύνθεσή του, έχει δε κυκλοφορήσει κι έναν ακόμα δίσκο το 1992 με τίτλο "Τhe Final Arrangements", σε δυστυχώς δύο πολύ περιορισμένες εκδόσεις. Αλλά όπως λένε, τέλος καλό - όλα καλά. Και αυτό το "όλα καλά" υπογραμμίστε το, γιατί οι Flowers σε αναγκάζουν μόλις ακούσεις κάνα δύο κομμάτια από το CD να το βγάλεις απ' το CD-player για να τσεκάρεις μήπως είχες κατά λάθος βάλει στη θήκη του "Βurn..." κανένα CD των Ghost. Ακόμα θα έλεγα ότι είναι απίστευτο πόσο San Francisco ακούγεται αυτή η παρέα, όταν δεν ακούγεται σαν γοτθικό φολκ γκρουπ της Βρετανίας στις αρχές των 70s (τα γυναικεία φωνητικά και το βιολί βοηθάνε πολύ). Θα έλεγα ότι όλα αυτά δεν αποτελούν προϊόν τόσο μουσικής δεινότητας, όσο μαύρης μαγείας (αλλά θα πρέπει να ρωτήσω τον Varg of Evil για να σιγουρευτώ - γειά σου Γιώργο).

Τελειώνουμε τα αφορώντα τις δραστηριότητες της Delerium, με ένα update σχετικό με την καλά κρατούσα saga του Steven Wilson - ή μάλλον για να συννενοούμαστε των PORCUPINE TREE. Κοντεύουμε να συμπληρώσουμε χρόνο από την κυκλοφορία του CD "Staircase Infinities" από την Blueprint και δεν έχει χυθεί στο Τhing καθόλου μελάνι γι' αυτό, αν και θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι η ευθύνη δεν είναι και τόσο δική μας. Tέλος πάντων. Για όσους δεν έχουν ήδη προμηθευτεί το δίσκο αλλά υπάρχει περίπτωση να ενδιαφέρονται ακόμα, σημειώνουμε απλά ότι τα "...Infinities" είναι out-takes από τον εκπληκτικό δεύτερο δίσκο των Porcupine Tree "Up The Downstair" συν κάποια κομμάτια που ηχογραφήθηκαν περίπου την ίδια εποχή (για την ακρίβεια λίγο αργότερα). Σαν σύνολο ο δίσκος είναι μάλλον άνισος, αλλά τελείωνει μ' ένα φανταστικό - αλλά και ατέλειωτο - τζαμ που τιτλοφορείται "Yellow Hedgerow Dreamscape", που τον κάνει απαραίτητο για κάθε αχόρταγο φαν. Πριν λίγο καιρό πάλι, έκανε την εμφάνισή του το ΕP "Waiting" που είναι προπομπός του αναμενόμενου νέου (τέταρτου) άλμπουμ "Signify". H CDS έκδοση περιλαμβάνει τα "Waiting (phase 1)" και "Waiting (phase 2)" που περιέχονται και στο άλμπουμ, καθώς κι ένα αποκλειστικό τρίτο track με τίτλο "Τhe Sound of No-one Listening", ενώ η έκδοση σε βινύλιο έχει τέσσερα κομμάτια, με τα δύο πρώτα ίδια με το CDS (και το άλμπουμ) και δύο διαφορετικά στη συνέχεια, τα "Colourflow In Mind" και "Fuse The Sun". Αλλά ας πάμε κατευθείαν στο άλμπουμ που κυκλοφορεί στις 23 Σεπτεμβρίου. Δεν ξέρω τι μπορεί να “σηματοδοτεί” το “Signify”, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να περιμένετε και τίποτα συνταρακτικές εξελίξεις. Ή μάλλον για την ακρίβεια έχω την εντύπωση ότι δεν συντρέχει ουδείς λόγος για οποιαδήποτε εξέλιξη. Καλά είμαστε και με τα κρατούμενα απ’ το παρελθόν και μπορούμε μόνο να ευχόμαστε να μην τα απωλέσουμε στο μέλλον. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα, φίλοι μου. Το “Signify” διαφοροποιείται ανεπαίσθητα μόνο από το προηγηθέν “Τhe Sky Moves Sideways” ως προς το γεγονός ότι το τελευταίο ήταν ολοσούμπιτα (σσ. φοβερή λέξη) PinkFloyd-ικό ενώ η τωρινή προσπάθεια φαίνεται να διακατέχεται από μία κάποια διάθεση κίνησης σε διαφορετικούς άξονες με αποτέλεσμα το όλο σύνολο να διαθέτει κάποια σχετική πολυμορφία: υπάρχουν οι Floyd, υπάρχουν οι (ψυχεδελο-) ποπ αρετές, υπάρχει όμως και μια δυναμική κιθαριστική ροκ προσέγγιση δίπλα σε πιο ambient εξερευνήσεις του μουσικού διαστήματος, ενώ το intro και το outro του δίσκου μέχρι που θυμίζουν λίγο και τα CD του Τhing! Όλα αυτά όμως έχω την αίσθηση ότι είναι πολυλογίες - η ουσία είναι ότι ο κ. Wilson μετά από τρία εκπληκτικά άλμπουμ έχει τον τρόπο να κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο αλλάζοντας κατά περίπτωση λίγο τις αναλογίες των συστατικών της ήδη γνωστής του συνταγής. Αυτό λέγεται ταλέντο. Καταναλώστε με την ευχή μας.

Mια που άρχισα να γράφω διευθύνσεις e-mail, σημειώστε κι άλλη μία: delerium@mail.bogo.co.uk. Tης Delerium βέβαια. Βομβαρδίστε τους με πολλά “γράμματα” για το πόσα καλά πράγματα συνηθίζουμε να γράφουμε στο Τhing για λογαριασμό τους να μας κόψουν ποσοστό. (Εντάξει, πλάκα κάνω.) Όλα τα καλά πράγματα βέβαια έχουν το τέλος τους. Έτσι: FUN IN THE SUMMER KΑΠΟΥΤ. Αρκετά γυρίσαμε σαν τα γυφτάκια από δω κι εκεί. Επιστροφή στη βάση…

Σταθμός Γ [Επιστροφή στον πλανήτη Zylor]
Αλλά το σπίτι είναι μακρυά και μέχρι να φτάσουμε υπάρχει καιρός για κάνα δυο γραμμές κειμένου ακόμα. Φοβούμαι πώς ό,τι πληροφορία έχω διαθέσιμη τώρα είναι γραμμένη σε διάφορα χαρτάκια. Ακόμα χειρότερα, πολλά βρίσκονται μόνο στο μυαλό μου. Αλλά τα θαλασσινά ταξίδια, ιδιαίτερα όταν ο καιρός είναι καλός, είναι ό,τι πρέπει για λογοτεχνικούς πειραματισμούς. Έχουμε λοιπόν και λέμε…

Ένα καλό σινγκλάκι που πήρα στην αλλοδαπή είναι το πρόσφατο των REVERB. Δεν έπεσα πάνω του τυχαία, ακολούθησα τις συμβουλές του Phil McMullen (σσ. διαβάστε και τα “Rumbles” αν δε με πιστεύετε). “Velocity Fall” / “Sensory Overload” oι τίτλοι των κομματιών, Βadlands Records το όνομα της εταιρείας, κι ένα συγκρότημα με κιθαρίστα ένα τύπο που λέγεται Space Walker αλλά που παίζει ποπ πανκ που μου φτιάχνει με τη μία τη διάθεση. Θα έλεγα ότι αν το βρείτε μπροστά σας, καλό θα ήταν να του δώσετε μια ευκαιρία. Εν τω μεταξύ για τους PLACEBO θα έχετε ακούσει ήδη αρκετά. Εγώ θα ήθελα απλά να επισημάνω ότι στο flip-side του ούτως ή άλλως πολύ καλού τους 7ιντσου “36 Degrees” (Elevator Music / Hut) υπάρχει μια ενδιαφέρουσα διασκευή Syd Barrett (“Dark Globe”), έτσι σε περίπτωση που διαφεύγει της προσοχής σας. Εstados Unidos τώρα… Η αποκάλυψη της χρονιάς δεν είναι βέβαια άλλη από τους BEN FOLDS FIVE και να σκεφτείτε ότι δεν έχουν ούτε καν κιθάρα. Πιάνο - μπάσο - ντραμς και πρωτοφανής έμπνευση είναι υπεραρκετά για να τους κάνουν να ξεχωρίσουν αισθητά από τους τελικά ουκ ολίγους όψιμους αποστόλους της power pop. Για ορεκτικό προτείνουμε το 7ιντσο “Where’s Summer B?” / “Tom & Mary” (Caroline Records) και γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι αυτό θα σας ενθουσιάσει τόσο που σύντομα θα αναζητήσετε και το άλμπουμ, που λέγεται απλά “Βen Folds Five”. Aκολουθήστε τις οδηγίες και θα βγείτε κερδισμένοι. Δεν μπορείτε να πείτε ότι δεν σας προειδοποίησα. Θα ήθελα τώρα να γράψω μια κουβέντα και για το φετινό split σινγκλ των δυστυχώς διαλυμένων KYUSS με τους WOOL που είναι ένα συγκρότημα που ανεβαίνει συνεχώς στην εκτίμησή μου. Το “Shine!” / “Short Term Memory Loss” (Bong Load / Custom Records), το οποίο σημειωτέον παίζει στις 33 1/3, είναι και στις δύο πλευρές του ένα αραχτό, βουτηγμένο στο δυνατό φως του ήλιου της ερήμου instrumental τριπ, όπου οι Kyuss υπαινίσσονται για τελευταία φορά μέχρι που έφταναν οι δυνατότητές τους, ενώ οι Wool δίνουν πολλές υποσχέσεις για ένα πιο acid μέλλον. Τέλος, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι παράλληλα με το νέο άλμπουμ των GUIDED BY VOICES (“Under The Bushes, Under The Stars”) κυκλοφορεί ένα επίσης ενδιαφέρον για τους φαν 7ιντσο picture disc 4-track ΕP από τη Matador. Tα κομμάτια: “Cut Out Witch” / “Rhine Jive Click” / “Unleashed! The Large-Hearted Boy” / “Some Drilling Implied” (ζωντανή ηχογράφηση για το ραδιόφωνο). Και καθώς έχω λίγο χρόνο ακόμα, ιδού και μια λίστα από πρόσφατες κυκλοφορίες που μπορεί να ενδιαφέρουν τους αναγνώστες του Thing που το μενού τους περιλαμβάνει ο,τιδήποτε σε πανκ, ήτοι: garage punk, pop punk, h/c punk, κλπ…

APARTMENT 3G: "Double Whooser" σε CDS ή διπλό 7ιντσο από την Kangaroo Records (Middenweg 13, 1098 AA Amsterdam, The Netherlands). BLUE TIP: “Τexas 10 West” CD στην Dischord (πάρτε μια γεύση από το “Τhing From Another World, Volume Three”). ΒΟLLWEEVILS / WALKER: split εφτάιντσο στην Harmless Records (1437 W.Hood, Chicago, IL60660, US-of-A). THE FREEZE / BOLLWEEVILS (και πάλι): split 10ιντσο στην Dr.Strange. CINECYDE: "You Live You Die" CD στη Hate Records (Vidaschi 11, 00152 Roma, Italy). JEFF DAHL & THE REMAINS: "Born Too Loose" 7" στην Hurtin' Records (1-10-16 Shirasagi Nakano-Ku, Tokyo 165, Japan). ΤHE FLIES: "Teen Challenge" EP στην Εmpty Records. GIRL TROUBLE: "The Track" EP στην Estrus. THE HEADCOATS: "In Tweed We Trust" LP στην Damaged Goods (πού αλλού;). INVISIBLE MEN: "Beat Down" ΕP στην Dionysus. NINE POUND HAMMER: "Ain't Nothin' To Do" 7" στην Royal Records (7, rue Tholoze, 75018, Paris, France). THE NOMADS: "Raw & Rare" 10" με βυζί στο εξώφυλλο στην Estrus. THE SHAMBLES: "Reviving Sparks" CD στην γιαπωνέζικη 1+2 Records. SWOONS: "You Ass, Ey!" CD στην Last Resort Records. THORAZINE: "Crazy Uncle Paul's Dead Squirrel Wedding" (α' βραβείο μακροσκελέστερου τίτλου στο τεύχος) στην Hell Yeah! Records. 20/20: "Circulation Thrill" EP στην Percepto Records (202 Sanhaimu, 67 Ichiban-cho, Shizuoka 42-0, Japan). THE WILDEBEESTS: "Just Like Me" EP στην Sympathy.

Kλείνουμε τη στήλη με το καθιερωμένο ΤΟP8. Όπως θα παρατηρήσετε, από αυτή τη φορά το “αυθόρμητο ΤΟP” αποφασίσαμε να συνοδεύεται και από ένα εναλλακτικό TOP δίσκων από το παρελθόν, γιατί καμιά φορά καλό είναι ρίχνουμε και μια ματιά πίσω και για αλλαγή αλλά και για να βρισκόμαστε σε θέση να κάνουμε πιο ψύχραιμες σκέψεις και για το παρόν. Και τώρα πρέπει να σκεφτώ το κατάλληλο μέρος για τη σύνταξη της επόμενης στήλης. Ως το τεύχος 17, δεν μπορεί - όλο και κάποια ιδέα θα μου κατέβει.

Aυθόρμητο ΤΟP 8:
1. SCREAMING TREES: Dust
2. SUICIDAL FLOWERS: Burn Mother Burn
3. SOUNDGARDEN: Down On The Upside
4. NEIL YOUNG with CRAZY HORSE: Broken Arrow
5. ADRIAN SHAW: Tea for the Hydra
6. THE HEADS: Relaxing with...
7. VARIOUS: Succour - The Terrascope Benefit Album
8. UI: Sidelong

Blast From The Past:
1. PEREZ PRADO: Plays Mucho Mambo For Dancing (RCA Victor 7"EP, 1953)
2. BUFFY SAINTE-MARIE: Fire & Fleet & Candlelight (Vanguard LP, 1967)
3. ORPHEUS: Ascending (MGM LP, 1968)
4. BILL NELSON: Northern Dream (Vineyard LP, 1971)
5. TOM RAPP: Sunforest (Blue Thumb LP, 1973)
6. JESSE COLIN YOUNG: Song For Juli (Warner LP, 1973)
7. EXPENDABLES: The Flower / Man With No Desire (Flying Nun 7", 1984)
8. DAVID GARLAND: Control Songs (Review LP, 1986)

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

An old story (comin' back to life)

"The Thing" (1991-1999) was an alternative Greek fanzine, which was founded by Dimitris "Jimbo" Katsoulakos in 1991. In 1992 John "Eight Miles High" Zois was added to the publishing team as chief editor alongside Jimbo remaining active till late 1998 and expanding the zine’s original focus to the then happening grunge and stoner scene so that it could also include psych, garage, classic rock, power pop, rock’n’roll, b-movies and other objects holding the team’s affection. From late 1996 to early 1998 Akis "Big Daddy Boy" Garras also participated in the publishing team as the zine had by then become “big business”.

“The Thing” ’s main subject was the independent/alternative rock 'n' roll scene in and out of Greece. It also organized rock concerts and other events and operated the Bad Elvis Records label. From 1996 it included a free CD compilation with every issue baptized by John "The Thing from Another World Vol. x" after the 1951 classic sci-fi movie.

The Thing ROCKED when rock 'n' roll still mattered to a lot of people.